- ὑπονοίας
- ὑπονοίᾱς , ὑπόνοιαsuspicionfem acc plὑπονοίᾱς , ὑπόνοιαsuspicionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невѣдѣниѥ — НЕВѢДѢНИ|Ѥ (85), ˫А с. Неведение, незнание: въ томь ‹бо ѥсть›. невѣдѣниѥ ‹б҃а› имьже бываѥть ‹блѹ›дъ и разбои. и пр‹очѧ˫а› зъла˫а дѣла. Изб 1076, 182; и семѹ ѹбо ст҃ѹѹмѹ лежащю дълго времѧ. не остави въ невѣдѣнии и небрежении отинѹдь пребыти.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… … Dictionary of Greek
προκατηχώ — έω, Α 1. καταπραΰνω, κατευνάζω εκ τών προτέρων με ήχους 2. κατηχώ, διδάσκω προηγουμένως («τὰς... τούτοις ὑπονοίας μὴ παραγυμνούντων, ἀλλ ἐν εἴδει μύθου προκατηχούντων», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατηχῶ «διδάσκω, μυώ, ηχώ»] … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek